- ακροβελής
- ἀκροβελής (-οῡς), -ές (Α)αυτός που έχει μυτερό άκρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -βελής < βέλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκροβελεῖς — ἀκροβελής with point at end masc/fem acc pl ἀκροβελής with point at end masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβολεῖ — ἀκροβελής with point at end masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀκροβελής with point at end masc/fem/neut dat sg ἀκροβολέω throw pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀκροβολέω throw pres ind act 3rd sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβελῶν — ἀκροβελής with point at end masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… … Dictionary of Greek
βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… … Dictionary of Greek